- νερομάλλα
- και νερομαλλούσα, η(λαογρ.) επίθετο για τις λάμιες, κακοποιές νεράιδες, οι οποίες κατά τη λαϊκή φαντασία είχαν μαλλιά πάντοτε μακριά και χυτά, περίρρυτα, σαν νερά που τρέχουν.[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)-* + μαλλί (πρβλ. ξανθομάλλα / ξανθομαλλούσα)].
Dictionary of Greek. 2013.