νερομάλλα

νερομάλλα
και νερομαλλούσα, η
(λαογρ.) επίθετο για τις λάμιες, κακοποιές νεράιδες, οι οποίες κατά τη λαϊκή φαντασία είχαν μαλλιά πάντοτε μακριά και χυτά, περίρρυτα, σαν νερά που τρέχουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)-* + μαλλί (πρβλ. ξανθομάλλα / ξανθομαλλούσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”